τινθαλέοισι

τινθαλέοισι
τινθαλέος
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”